τράπεζα

τράπεζα
τρᾰπεζα (-αν, -ᾶν, -αιςι).)
a table, fig., feast (cf. Wil. on Eur., Her. 385.)

οἷα παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμᾰ τράπεζαν O. 1.17

τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο O. 1.50

πλείσται- σι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις (sc. θεούς) O. 3.40

οὐκ' ἔμειν ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν P. 3.16

καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.9

οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφᾰ τράπεζαν I. 2.40

]

τράπεζαν θεῶν ἐπ' ἀμβρ[ο Pae. 15.7

ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3. ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.
b manger ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ . . ] . ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν (τραπεζᾶν Π, sed cf. test., Arist. Byz., fr. 42 N., Πίνδαρος τὰς Διομήδους ἵππους πρόβατα καλεῖ, τὴν φάτνην αὐτῶν λέγων προβάτων τράπεζαν = fr. 316 Schr.) fr. 169. 27.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τραπέζα — τραπέζᾱ , τράπεζα table fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπέζᾳ — τραπέζᾱͅ , τράπεζα table fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — table fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — η 1. έπιπλο με τέσσερα πόδια, τραπέζι. 2. επιχείρηση που εμπορεύεται το χρήμα δανείζοντας και παίρνοντας δάνεια για κέρδος: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. 3. οριζόντιο στρώμα πετρωμάτων σε μεγάλη έκταση. 4. ως κύρ. όν., Τράπεζα αστερισμός στο νότιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κεντρική Τράπεζα — Τράπεζα στην οποία έχει ανατεθεί με μονοπωλιακή μορφή από το κράτος η έκδοση χαρτονομίσματος. Ονομάζεται και Εκδοτική. Για την Κ.Τ. της Ευρωπαïκής Ένωσης, βλ. λ. Ευρωπαïκή Κεντρική Τράπεζα …   Dictionary of Greek

  • Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… …   Dictionary of Greek

  • Στρογγυλή Τράπεζα — Η τράπεζα του βασιλιά Αρθούρου, που είχε κυκλικό σχήμα, για να μην έχει κανένας από τους ιππότες που καθόταν σ’ αυτήν την πρωτοκαθεδρία. Ο μύθος για την τράπεζα αυτή είναι ουαλλικής, βρετανικής ή ιρλανδικής προέλευσης και αποτελεί κατάλοιπο της… …   Dictionary of Greek

  • Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — (ΕΚΤ). Χρηματοοικονομικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Η ΕΚΤ χαράσσει και θέτει σε εφαρμογή την νομισματική πολιτική για τις χώρες της ΕΕ, οι οποίες συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ και εκδίδει τα χαρτονομίσματά του. Η ΕΚΤ και οι κεντρικές… …   Dictionary of Greek

  • Παρατίθου τράπεζα. — παρατίθου τράπεζα. См. Скатерть самобранка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”